φρούδα

φρούδα
φρού̱δᾱ , φροῦδος
gone away
fem nom/voc/acc dual
φρού̱δᾱ , φροῦδος
gone away
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φροῦδα — φροῦδος gone away neut nom/voc/acc pl φροῦδος gone away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροῦδ' — φροῦδα , φροῦδος gone away neut nom/voc/acc pl φροῦδα , φροῦδος gone away neut nom/voc/acc pl φροῦδε , φροῦδος gone away masc voc sg φροῦδε , φροῦδος gone away masc/fem voc sg φροῦδαι , φροῦδος gone away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”